- ῥαφίδων
- ῥαφίςneedlefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραφιδοποιός — ὁ, Α κατασκευαστής ραφίδων, αυτός που κατασκευάζει βελόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + ποιός*] … Dictionary of Greek
δρόντη — Περιστερόμορφο πτηνό της οικογένειας των ραφιδών, που κατοικούσε στη νήσο του Μαυρικίου στον Ινδικό ωκεανό, όπου ανακαλύφθηκε το 1507 από τους Πορτογάλους. Το είδος αυτό, που καλείται επίσης και δωδώ (στην πορτογαλική, κοντός), εξαφανίστηκε προς… … Dictionary of Greek
ντόντο — Κοινή ονομασία το είδους Δίδους (Raphus cucullatus) της οικογένειας των ραφίδων της τάξης των περιστερόμορφων πτηνών που ζούσε στον Άγιο Μαυρίκιο. Η λέξη ν. προέρχεται από ηχητική μίμηση της κραυγής του, όπως τουλάχιστον την περιέγραψαν οι πρώτοι … Dictionary of Greek
περιστερόμορφο — (columbiformes). Τάξη τροπιδωτών πουλιών, συνήθως σποροφάγων, που περιλάμβανα σήμερα γύρω στα 310 είδη. Το σώμα, μέσου μεγέθους, είναι κάπως χοντρό και στηρίζεται σε πόδια κοντά, που δεν επιτρέπουν στο πουλί να βαδίζει άνετα στο έδαφος· τα πόδια… … Dictionary of Greek